σηκώνομαι, ρ. [<σηκώνω]. 1. ξυπνώ: «κάθε πρωί σηκώνομαι στις εφτά». 2. αναλαμβάνω οικονομικά: «αν δε σηκωνόμουν με την τελευταία μου δουλειά, θα πήγαινα φυλακή». 3. αναρρώνω: «δεν το περίμενε κανένας πως θα σηκωνόταν πάλι μετά από τέτοια αρρώστια». 4. ξεσηκώνομαι, επαναστατώ: «οι άνθρωποι της υπαίθρου σηκώθηκαν αγανακτισμένοι και χτύπησαν τους μεγαλοτσιφλικάδες». (Επαναστατικό τραγούδι: παιδιά, σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- δε μου σηκώνεται ούτε με βίντσι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. βίντσι·
- δε μου σηκώνεται ούτε με γερανό (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. γερανός·
- δε σηκώνεται ούτε με βίντσι, βλ. λ. βίντσι·
- δε σηκώνεται ούτε με γερανό, βλ. λ. γερανός·
- έτσι μου σηκώθηκε, βλ. λ. έτσι·
- θα σηκωθούν και οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- μου σηκώθηκε (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), α.βρίσκεται σε κατάσταση στύσης και, κατ’ επέκταση, είμαι ερεθισμένος ερωτικά, είμαι καυλωμένος: «μόλις την είδα να πετάει και το τελευταίο εσώρουχό της για να μπει στην μπανιέρα της, μου σηκώθηκε». β. ενθουσιάστηκα πάρα πολύ, ένιωσα μεγάλη ευχαρίστηση: «πολύ μου σηκώθηκε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, που μου γνώρισες!»·
- μου σηκώθηκε η πέτσα ή σηκώθηκε η πέτσα μου, βλ. λ. πέτσα·
- μου σηκώθηκε η τρίχα ή σηκώθηκε η τρίχα μου, βλ. λ. τρίχα·
- μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο ή σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο, βλ. λ. τρίχα·
- μου σηκώθηκε η τρίχα όρθια ή σηκώθηκε η τρίχα μου όρθια, βλ. λ. τρίχα·
- μου σηκώθηκε το μπιμπίκι ή σηκώθηκε το μπιμπίκι μου, βλ. λ. μπιμπίκι·
- μου σηκώθηκε το πετσί ή σηκώθηκε το πετσί μου, βλ. λ. πετσί·
- μου σηκώνεται (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), α.  είμαι σε θέση ή σε ηλικία να επιβάλω τη σεξουαλική πράξη ή, παρά την ηλικία μου, μπορώ ακόμα να επιβάλω τη σεξουαλική πράξη: «όλο το βράδυ πηδούσα την τάδε κι ακόμα μου σηκώνεται || μα τι μου λες, είναι δυνατόν πενήντα χρονών άνθρωπος και να μη μου σηκώνεται! || μπορεί να ’μαι εβδομήντα πέντε χρονών, αλλά, δόξα σοι ο Θεός, ακόμα μου σηκώνεται». β. αποφασίζω ξαφνικά κάτι: «έτσι είμαι ’γώ. Όταν μου σηκώνεται να φύγω, φεύγω στο λεπτό». γ. λαχταρώ πολύ να κάνω ή να απολαύσω κάτι: «πολύ μου σηκώνεται σήμερα να πάμε στα μπουζούκια || πολύ μου σηκώνεται να φάω ένα σπιτικό φαγητό || πολύ μου σηκώνεται να πάω μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- μου σηκώνεται η τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- να μη μου σηκωθεί! (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), όρκος που δίνεται από άνδρα, ώστε να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «αν σου λέω ψέματα, να μη μου σηκωθεί!». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε έναν άνδρα να είναι ανίκανος να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη. Ακούγεται και από γυναίκες·
- όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους, βλ. λ. σκύλος·
- όποτε του σηκωθεί ή όποτε του σηκώνεται, όποτε θελήσει, όποτε αποφασίσει ξαφνικά κάτι: «δεν μπορείς να υπολογίζεις σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όποτε του σηκωθεί, εξαφανίζεται μέρες». Συνών. όποτε του καυλώσει·
- σηκώθηκαν κι οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου, βλ. λ. τρίχα·
- σηκώθηκαν (όλοι) στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη, βλ. λ. αγγούρι·
- σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη, βλ. λ. κολοκυθάκι·
- σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη, βλ. λ. λάχανο·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώθηκε αέρας, βλ. λ. αέρας·
- σηκώθηκε η αυλαία, βλ. λ. αυλαία·
- σηκώθηκε ο άρρωστος, βλ. λ. άρρωστος·
- σηκώθηκε στραβά, βλ. λ. στραβός·
- σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- σηκώνομαι απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- σηκώνομαι με τα κοκόρια, βλ. λ. κοκόρι·
- σηκώνομαι με τις κότες, βλ. λ. κότα.